Αναρροφώ στα τσεχικά
Μετάφραση: αναρροφώ, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vdechnout, nasát, nasávat, aspirovat, odčerpat, odčerpávají
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναρροφώ
αναρροφώ λεξικό γλώσσας τσεχικά, αναρροφώ στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- αναπόφευκτος στα τσεχικά - neodvratný, nutný, nevyhnutelný, nevyhnutelné, nevyhnutelná, nevyhnutelným
- αναρριχώμαι στα τσεχικά - vyšlapat, stoupat, vystupovat, nastoupit, vystoupit, shon, motokros, ...
- αναρρόφηση στα τσεχικά - vysání, sání, sací, sacího, odsávací, odsávání
- αναρρώνω στα τσεχικά - vymáhat, obnovovat, hojit, uzdravit, obnovit, zotavit se, ozdravné pobyty, ...
Τυχαίες λέξεις
Αναρροφώ στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: vdechnout, nasát, nasávat, aspirovat, odčerpat, odčerpávají
Μεταφράσεις: vdechnout, nasát, nasávat, aspirovat, odčerpat, odčerpávají