Ανελέητος στα λευκορωσικά
Μετάφραση: ανελέητος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тямны, няўмольны, няўмольна, неўблажымы
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανελέητος
ανελέητος λεξικο, ανελέητος σημασία, ανελέητος συνώνυμα, ανελέητος συνώνυμο, ανελέητος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ανελέητος στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ανεκτικότητα στα λευκορωσικά - талерантнасць, талерантнасьць, талеранцыя
- ανεκτός στα λευκορωσικά - памяркоўны, памяркоўную, цярпімы
- ανεμιστήρας στα λευκορωσικά - вентылятар, вентылятарам, вентылятара
- ανεμοδαρμένος στα λευκορωσικά - адкрыты ўсім
Τυχαίες λέξεις
Ανελέητος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: тямны, няўмольны, няўмольна, неўблажымы
Μεταφράσεις: тямны, няўмольны, няўмольна, неўблажымы