Ανελέητος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ανελέητος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
nebuloso, sombrio, entristece dor, desagradável, imperdoável, implacável, irreconciliável, implacáveis, rancoroso
Ανελέητος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανελέητος

ανελέητος λεξικο, ανελέητος σημασία, ανελέητος συνώνυμα, ανελέητος συνώνυμο, ανελέητος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ανελέητος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ανεκτικότητα στα πορτογαλικά - tolerância, a tolerância, de tolerância, tolerância a, tolerância à
  • ανεκτός στα πορτογαλικά - tolerável, toleráveis, admissível, aceitável, suportável
  • ανεμιστήρας στα πορτογαλικά - abanar, famoso, ventilador, ventoinha, fã, ventilador de, fan
  • ανεμοδαρμένος στα πορτογαλικά - frio, varrida pelo vento, varrido pelo vento, vento, windswept, ventosa
Τυχαίες λέξεις
Ανελέητος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: nebuloso, sombrio, entristece dor, desagradável, imperdoável, implacável, irreconciliável, implacáveis, rancoroso