Θεϊκός στα λευκορωσικά

Μετάφραση: θεϊκός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чароўны, боскі, бажэственны, чароўнае, боскае
Θεϊκός στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θεϊκός

θεϊκός ανθρωπομορφισμός, θεϊκός σίδηρος, θειικός σίδηρος, θειικός χαλκός, θεϊκός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, θεϊκός στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • θεωρητικός στα λευκορωσικά - тэарэтык, і тэарэтык
  • θεωρώ στα λευκορωσικά - бачыць, разглядаць
  • θεός στα λευκορωσικά - бог, божа
  • θηλάζω στα λευκορωσικά - груша, карміць
Τυχαίες λέξεις
Θεϊκός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: чароўны, боскі, бажэственны, чароўнае, боскае