Θεϊκός στα λιθουανικά
Μετάφραση: θεϊκός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dieviškas, dieviškasis, dieviška, dieviškoji, dieviškojo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θεϊκός
θεϊκός ανθρωπομορφισμός, θεϊκός σίδηρος, θειικός σίδηρος, θειικός χαλκός, θεϊκός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, θεϊκός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- θεωρητικός στα λιθουανικά - abstraktus, teoretikas, teoretikai, teoretikė, teoretyk
- θεωρώ στα λιθουανικά - apsvarstyti, pagarba, galvoti, pagarbumas, mano, atsižvelgti, svarstyti
- θεός στα λιθουανικά - dievas, dievybė, god, dievo, dievu
- θηλάζω στα λιθουανικά - žįsti, čiulpti, žindyti, žindomi, puoselėti, Šerti krūtimi
Τυχαίες λέξεις
Θεϊκός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: dieviškas, dieviškasis, dieviška, dieviškoji, dieviškojo
Μεταφράσεις: dieviškas, dieviškasis, dieviška, dieviškoji, dieviškojo