Ληστεύω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: ληστεύω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рабаваць
Ληστεύω στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ληστεύω

ληστεύω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ληστεύω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • ληστής στα λευκορωσικά - разбойнік, бандыт, грабежнік
  • ληστεία στα λευκορωσικά - рабаванне, абрабаванне, рабаваньне
  • λιάζομαι στα λευκορωσικά - грэцца, греться, пагрэцца, награвацца
  • λιανικός στα λευκορωσικά - раздробны, рознічны, рознічная, раздробная
Τυχαίες λέξεις
Ληστεύω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: рабаваць