Ληστεύω στα ουκρανικά
Μετάφραση: ληστεύω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
печеня, грабувати
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ληστεύω
ληστεύω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ληστεύω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ληστής στα ουκρανικά - розбійник, розбишака, разбойник, й розбійник
- ληστεία στα ουκρανικά - задушливо, пограбування
- λιάζομαι στα ουκρανικά - грітися, грітись, нагріватися, грітиметься
- λιανικός στα ουκρανικά - поворотний, повернутий, обраний, роздрібна торгівля, роздрібна торгівля іншими, роздрібна торговля, товарами Роздрібна торгівля, ...
Τυχαίες λέξεις
Ληστεύω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: печеня, грабувати
Μεταφράσεις: печеня, грабувати