Ληστεύω στα λιθουανικά
Μετάφραση: ληστεύω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apiplėšti, atimti, plėšti, apgrobti, nepelnytai pralaimėti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ληστεύω
ληστεύω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ληστεύω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ληστής στα λιθουανικά - plėšikas, Robber, banditas
- ληστεία στα λιθουανικά - apiplėšimas, plėšimas, apiplėšimo, apiplėšimą, apiplėšimai
- λιάζομαι στα λιθουανικά - šildytis, Greta, mėgautis, mėgaukitės
- λιανικός στα λιθουανικά - mažmeninė prekyba, mažmeninė, prekybinis objektas, mažmeninės, mažmeninės prekybos
Τυχαίες λέξεις
Ληστεύω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: apiplėšti, atimti, plėšti, apgrobti, nepelnytai pralaimėti
Μεταφράσεις: apiplėšti, atimti, plėšti, apgrobti, nepelnytai pralaimėti