Ληστεύω στα ισπανικά

Μετάφραση: ληστεύω, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desvalijar, robar, despojar, hurtar, Rob, roban, de Rob, robarle
Ληστεύω στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ληστεύω

ληστεύω λεξικό γλώσσας ισπανικά, ληστεύω στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • ληστής στα ισπανικά - ladrón, atracador, ladrón de, salteador, bandido
  • ληστεία στα ισπανικά - rapiña, latrocinio, asalto, despojo, robo, robo a mano, el robo, ...
  • λιάζομαι στα ισπανικά - tomar el sol, disfrutar, bask, deleitarse, regodearse
  • λιανικός στα ισπανικά - venta al por menor, al por menor, menor, por menor, minorista
Τυχαίες λέξεις
Ληστεύω στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: desvalijar, robar, despojar, hurtar, Rob, roban, de Rob, robarle