Ληστεύω στα σλοβενικά

Μετάφραση: ληστεύω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
okrást, krást, rob, oropal, oropati, oropali, oropajo
Ληστεύω στα σλοβενικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ληστεύω

ληστεύω λεξικό γλώσσας σλοβενικά, ληστεύω στα σλοβενικά

Μεταφράσεις

  • ληστής στα σλοβενικά - ropar, razbojnik, robber, žepar, Pljačkaš
  • ληστεία στα σλοβενικά - rop, ropa, ropi, ropu, ropov
  • λιάζομαι στα σλοβενικά - Uživati, Sunčati, orjak
  • λιανικός στα σλοβενικά - trgovina na drobno, drobno, na drobno, maloprodajna, maloprodajni
Τυχαίες λέξεις
Ληστεύω στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: okrást, krást, rob, oropal, oropati, oropali, oropajo