Μάτσο στα λευκορωσικά
Μετάφραση: μάτσο, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
звязка, звязак, вязанка, зьвязка
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μάτσο
μάτσο αντρας, μάτσο πίτσου, μάτσο μαν, μάτσο λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, μάτσο στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- μάταιος στα λευκορωσικά - пыхлівы, славалюбны, славалюбны нічога
- μάτι στα λευκορωσικά - клiкаць, колца, вока, вачэй, глаз, вочы
- μάχη στα λευκορωσικά - бітва
- μάχομαι στα λευκορωσικά - барацьба, дужанне, змаганне, борьба
Τυχαίες λέξεις
Μάτσο στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: звязка, звязак, вязанка, зьвязка
Μεταφράσεις: звязка, звязак, вязанка, зьвязка