Μάτσο στα πορτογαλικά

Μετάφραση: μάτσο, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pacote, grupo, cacho, monte, punhado, bando
Μάτσο στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μάτσο

μάτσο αντρας, μάτσο πίτσου, μάτσο μαν, μάτσο λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μάτσο στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • μάταιος στα πορτογαλικά - fútil, frívolo, vão, aspirador, vaidoso, estéril, inútil, ...
  • μάτι στα πορτογαλικά - metade, olho, centro, repercutir, meio, borda, grupo, ...
  • μάχη στα πορτογαλικά - batalhar, competitividade, guerrear, luta, conflitos, conflito, pugnar, ...
  • μάχομαι στα πορτογαλικά - lidar, pelejar, luta, figueira, pugnar, guerrear, combater, ...
Τυχαίες λέξεις
Μάτσο στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: pacote, grupo, cacho, monte, punhado, bando