Σφετερίζομαι στα λευκορωσικά

Μετάφραση: σφετερίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
узурпаваць, захапіць, ўзурпаваць, узурпіраваць
Σφετερίζομαι στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σφετερίζομαι

σφετερίζομαι σημασία, σφετερίζομαι συνώνυμα, σφετερίζομαι λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, σφετερίζομαι στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • σφαγείο στα λευκορωσικά - скотобойню, бойні
  • σφαδάζω στα λευκορωσικά - курчыцца
  • σφετερισμός στα λευκορωσικά - ўзурпацыя, узурпацыя
  • σφηνώνω στα λευκορωσικά - джэм, джем
Τυχαίες λέξεις
Σφετερίζομαι στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: узурпаваць, захапіць, ўзурпаваць, узурпіраваць