Σφετερίζομαι στα λιθουανικά
Μετάφραση: σφετερίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
uzurpuoti, pasiglemžti, pasisavinti, užgrobti, Nelegaliai akimirkos
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σφετερίζομαι
σφετερίζομαι σημασία, σφετερίζομαι συνώνυμα, σφετερίζομαι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, σφετερίζομαι στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- σφαγείο στα λιθουανικά - skerdykla, skerdyklos, skerdyklą, skerdykloje, skerdyklų
- σφαδάζω στα λιθουανικά - raitytis, sielotis, krimstis, raičiotis, kankintis
- σφετερισμός στα λιθουανικά - uzurpacija, paveržimas, Uzurpācija, Uzurpacja, Samozwaństwo
- σφηνώνω στα λιθουανικά - klubas, uogienė, džemas, uogiene, uogienės
Τυχαίες λέξεις
Σφετερίζομαι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: uzurpuoti, pasiglemžti, pasisavinti, užgrobti, Nelegaliai akimirkos
Μεταφράσεις: uzurpuoti, pasiglemžti, pasisavinti, užgrobti, Nelegaliai akimirkos