Φρενάρισμα στα λευκορωσικά
Μετάφραση: φρενάρισμα, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тармажэнне, тармажэньне
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φρενάρισμα
φρενάρισμα κινητήρα, φρενάρισμα λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, φρενάρισμα στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- φρατζόλα στα λευκορωσικά - хлеб, баханка, бохан, буханка
- φρεγάτα στα λευκορωσικά - фрэгат, Фрегат
- φρενάρω στα λευκορωσικά - Френарос
- φρενίτιδα στα λευκορωσικά - вар'яцтва
Τυχαίες λέξεις
Φρενάρισμα στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: тармажэнне, тармажэньне
Μεταφράσεις: тармажэнне, тармажэньне