Φρενάρισμα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: φρενάρισμα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
travagem, de travagem, frenagem, de frenagem, travagem de
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φρενάρισμα
φρενάρισμα κινητήρα, φρενάρισμα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, φρενάρισμα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- φρατζόλα στα πορτογαλικά - carregar, carga, pão, pão de, naco, loaf, do naco
- φρεγάτα στα πορτογαλικά - fragata, fragata da, fragatas, fragata de, de fragata
- φρενάρω στα πορτογαλικά - travar, travão, freio, Frenaros
- φρενίτιδα στα πορτογαλικά - frenesi, frenzy, frenesi de, frenesim, delírio
Τυχαίες λέξεις
Φρενάρισμα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: travagem, de travagem, frenagem, de frenagem, travagem de
Μεταφράσεις: travagem, de travagem, frenagem, de frenagem, travagem de