Φρενάρισμα στα ουκρανικά

Μετάφραση: φρενάρισμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гальмування, пригнічення
Φρενάρισμα στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φρενάρισμα

φρενάρισμα κινητήρα, φρενάρισμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, φρενάρισμα στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • φρατζόλα στα ουκρανικά - вантажі, буханець, буханка, хлібина
  • φρεγάτα στα ουκρανικά - фрегат
  • φρενάρω στα ουκρανικά - мнучи, гальмо, місити, гальмувати, загальмувати, Френарос
  • φρενίτιδα στα ουκρανικά - божевілля, безумство
Τυχαίες λέξεις
Φρενάρισμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: гальмування, пригнічення