Φρενάρισμα στα τούρκικα

Μετάφραση: φρενάρισμα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
frenleme, fren, freni
Φρενάρισμα στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φρενάρισμα

φρενάρισμα κινητήρα, φρενάρισμα λεξικό γλώσσας τούρκικα, φρενάρισμα στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • φρατζόλα στα τούρκικα - somun, ekmek, loaf, somunu, bir somun
  • φρεγάτα στα τούρκικα - firkateyn, fırkateyn, frigate, firkateyni, fırkateyni
  • φρενάρω στα τούρκικα - frenlemek, fren, Frenaros
  • φρενίτιδα στα τούρκικα - çılgınlık, kudurtmak, çıldırtmak, taşkınlık, kendinden geçme
Τυχαίες λέξεις
Φρενάρισμα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: frenleme, fren, freni