Ανασκευάζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: ανασκευάζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paneigti, Zbić argumentai, Įtikinti ką nors, Įtikinti ką
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανασκευάζω
ανασκευάζω λεξικο, ανασκευάζω οικογενεια λεξεων, ανασκευάζω βικιλεξικο, ανασκευάζω επιχείρημα, ανασκευάζω συνωνυμα, ανασκευάζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ανασκευάζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αναρχικός στα λιθουανικά - anarchistas, anarchistinės, anarchistų, anarchistu, anarchistinis
- αναρωτιέμαι στα λιθουανικά - stebuklas, stebėtis, įdomu, stebisi
- ανασκοπώ στα λιθουανικά - pereiti, eiti per, pereiti per, einate per, nueiti
- ανασκόπηση στα λιθουανικά - apžvalga, peržiūra, peržiūros, apžvalgos, peržiūrą
Τυχαίες λέξεις
Ανασκευάζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: paneigti, Zbić argumentai, Įtikinti ką nors, Įtikinti ką
Μεταφράσεις: paneigti, Zbić argumentai, Įtikinti ką nors, Įtikinti ką