Ανασκευάζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: ανασκευάζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
weerleggen, te weerleggen, weerleg, het weerleg, wederleggen
Ανασκευάζω στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανασκευάζω

ανασκευάζω λεξικο, ανασκευάζω οικογενεια λεξεων, ανασκευάζω βικιλεξικο, ανασκευάζω επιχείρημα, ανασκευάζω συνωνυμα, ανασκευάζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανασκευάζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αναρχικός στα ολλανδικά - anarchist, anarchistische, anarchistisch, anarchisten, de anarchistische
  • αναρωτιέμαι στα ολλανδικά - verbazing, wonder, zich afvragen, benieuwd zijn, verwondering, afvragen
  • ανασκοπώ στα ολλανδικά - revue, revaluatie, tijdschrift, periodiek, recenseren, bespreken, inspectie, ...
  • ανασκόπηση στα ολλανδικά - revaluatie, tijdschrift, inspectie, revue, studie, bespreken, periodiek, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανασκευάζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: weerleggen, te weerleggen, weerleg, het weerleg, wederleggen