Διαμορφώνω στα λιθουανικά

Μετάφραση: διαμορφώνω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stilius, maniera, mada, būdas, figūrą, Pasiūtas, fashioned, suformavo, madingas
Διαμορφώνω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαμορφώνω

διαμορφώνω στα αγγλικά, διαμορφώνω αντωνυμο, διαμορφωνω συνώνυμο, διαμορφώνω translation, διαμορφώνω λεξικο, διαμορφώνω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διαμορφώνω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • διαμελίζω στα λιθουανικά - perpjauti, skrosti, disekuoja, išskrosti, Anatomēt
  • διαμετρώ στα λιθουανικά - diametraliai, visiškai, kardinaliai, visiškai priešingose, esantys visiškai priešingose
  • διανέμω στα λιθουανικά - skirti, skirstyti, siena, paskirstyti, platinti, platina, paskirsto
  • διανοητικά στα λιθουανικά - psichiškai, protiškai, psichikos, mintyse, proto
Τυχαίες λέξεις
Διαμορφώνω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: stilius, maniera, mada, būdas, figūrą, Pasiūtas, fashioned, suformavo, madingas