Διαμορφώνω στα ουκρανικά
Μετάφραση: διαμορφώνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спосіб, форма, болванка, фасон, мода, складатися, стиль, модний, виліплені
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαμορφώνω
διαμορφώνω στα αγγλικά, διαμορφώνω αντωνυμο, διαμορφωνω συνώνυμο, διαμορφώνω translation, διαμορφώνω λεξικο, διαμορφώνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διαμορφώνω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- διαμελίζω στα ουκρανικά - розсікати, розітніть, анатомувати, розкривати, розсікатимуть, розтинати
- διαμετρώ στα ουκρανικά - калібруйте, калібрувати, градуювати, перевіряти, діаметрально
- διανέμω στα ουκρανικά - ділити, розділяти, розподілити, розповсюджувати, виділяти, розподіліть, роздавати, ...
- διανοητικά στα ουκρανικά - інтелектуальність, інтелігентність, розумово
Τυχαίες λέξεις
Διαμορφώνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: спосіб, форма, болванка, фасон, мода, складатися, стиль, модний, виліплені
Μεταφράσεις: спосіб, форма, болванка, фасон, мода, складатися, стиль, модний, виліплені