Εναιώρημα στα λιθουανικά

Μετάφραση: εναιώρημα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pauzė, pertrauka, sustabdymas, suspensija, pakaba, sustabdymo, suspensijos
Εναιώρημα στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εναιώρημα

εναιώρημα ορισμός, πόσιμο εναιώρημα, εναιώρημα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εναιώρημα στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • εναγής στα λιθουανικά - ieškovas, ieškovui, ieškovė, ieškovo
  • εναγόμενος στα λιθουανικά - atsakovas, atsakovė, atsakovo, atsakovui, atsakovę
  • εναιώρημα στα λιθουανικά - pauzė, pertrauka, sustabdymas, suspensija, pakaba, sustabdymo, suspensijos
  • εναλλάσσω στα λιθουανικά - atsarginis, pakaitinis, pakaitinis narys, pakaitinio, pakaitinį narį
  • εναλλαγή στα λιθουανικά - kaitaliojimasis, kaitos, pakaitomis, kaita, pasikeitę
Τυχαίες λέξεις
Εναιώρημα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pauzė, pertrauka, sustabdymas, suspensija, pakaba, sustabdymo, suspensijos