Pauzė στα ελληνικά
Μετάφραση: pauzė, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάλειμμα, διάλλειμα, σταματώ, αντεπίθεση, αναστολή, εναιώρημα, διακόπτω, σπάζω, διακοπή, ανάρτηση, παύση, ανακοπή, παύσης, μικρή διακοπή, την παύση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- paukštis στα ελληνικά - κόμματος, πτηνό, πουλί, πτηνών, πουλιών, των πτηνών
- paunksnė στα ελληνικά - σκιά, δυσαρέσκεια, επισκίαση, προσβάλλομαι, ενοχλούσε, εξάπτεσαι
- pavadinimas στα ελληνικά - ονομασία, τίτλος, όνομα, ονομάζω, τίτλου, του τίτλου, τίτλο, ...
- pavardė στα ελληνικά - επίθετο, επώνυμο, επωνύμου, το επώνυμο, επώνυμό
Τυχαίες λέξεις
Pauzė στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάλειμμα, διάλλειμα, σταματώ, αντεπίθεση, αναστολή, εναιώρημα, διακόπτω, σπάζω, διακοπή, ανάρτηση, παύση, ανακοπή, παύσης, μικρή διακοπή, την παύση
Μεταφράσεις: διάλειμμα, διάλλειμα, σταματώ, αντεπίθεση, αναστολή, εναιώρημα, διακόπτω, σπάζω, διακοπή, ανάρτηση, παύση, ανακοπή, παύσης, μικρή διακοπή, την παύση