Εντός στα λιθουανικά
Μετάφραση: εντός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
per, viduje, pagal, kaip
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εντός
εντός κρεβάτια, εντός καναπέδες, εντός παιδιάς, εντός εκτός, εντός εκτός και επί τα αυτά, εντός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εντός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εντυπωσιάζω στα λιθουανικά - spausdinti, įteigti, įspūdį, nustebinti, įtikinti, įspūdžio
- εντυπωσιακός στα λιθουανικά - įspūdingas, įspūdinga, įspūdingi, įspūdingai, įspūdingą
- εντύπωση στα λιθουανικά - įspūdis, įspūdį, įspūdžio
- ενυδρείο στα λιθουανικά - akvariumas, akvariumo, Aquarium, akvariumą, akvariumų
Τυχαίες λέξεις
Εντός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: per, viduje, pagal, kaip
Μεταφράσεις: per, viduje, pagal, kaip