Εντός στα ουγγρικά
Μετάφραση: εντός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
belül, belüli, keretében, tartozó
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εντός
εντός κρεβάτια, εντός καναπέδες, εντός παιδιάς, εντός εκτός, εντός εκτός και επί τα αυτά, εντός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, εντός στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- εντυπωσιάζω στα ουγγρικά - bélyeg, lenyűgözni, hatni, benyomást, jó benyomást, lenyűgöző
- εντυπωσιακός στα ουγγρικά - elkábító, érzéki, szenzációs, hatásos, lenyűgöző, impozáns, látványos, ...
- εντύπωση στα ουγγρικά - benyomás, utánnyomás, nyomtatás, benyomást, benyomásom, benyomása
- ενυδρείο στα ουγγρικά - akvárium, Aquarium, akváriumban, akváriumi
Τυχαίες λέξεις
Εντός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: belül, belüli, keretében, tartozó
Μεταφράσεις: belül, belüli, keretében, tartozó