Κατρακυλώ στα λιθουανικά

Μετάφραση: κατρακυλώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
svarstis, staiga kristi, svambalas, grimzdas, pasvaras
Κατρακυλώ στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατρακυλώ

κατρακυλώ αγγλικά, κατρακυλώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κατρακυλώ στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • κατοχυρώνω στα λιθουανικά - ginti, stiprinti, pasistiprinti, įtvirtinti, sustiprins, spirituoti
  • κατράμι στα λιθουανικά - jūrininkas, jūreivis, derva, degutas, pikis, nuolydis, aikštelė, ...
  • κατσάδα στα λιθουανικά - barimas, barnis, Brana, Bāriens, Besztanie
  • κατσίκα στα λιθουανικά - ožka, ožys, ožkų, ožkos, ožkienos
Τυχαίες λέξεις
Κατρακυλώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: svarstis, staiga kristi, svambalas, grimzdas, pasvaras