Κατρακυλώ στα ουκρανικά
Μετάφραση: κατρακυλώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
упасти, впасти, падіння, падати, схил, висок, виска
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατρακυλώ
κατρακυλώ αγγλικά, κατρακυλώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κατρακυλώ στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κατοχυρώνω στα ουκρανικά - мінливий, охорона, різноманітний, охороняти, гарантія, захищати, зміцнювати, ...
- κατράμι στα ουκρανικά - дьоготь, смола, крок
- κατσάδα στα ουκρανικά - тирада, прочухан, жаровня, лайка, наганяй, прочухана, нагоняй, ...
- κατσίκα στα ουκρανικά - козеріг, цап, цапе, козел, коза, худобу, козла
Τυχαίες λέξεις
Κατρακυλώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: упасти, впасти, падіння, падати, схил, висок, виска
Μεταφράσεις: упасти, впасти, падіння, падати, схил, висок, виска