Κατρακυλώ στα ρουμανικά
Μετάφραση: κατρακυλώ, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cădere, fir cu plumb, prăbușească, se prăbușească, de centrare, plummet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατρακυλώ
κατρακυλώ αγγλικά, κατρακυλώ λεξικό γλώσσας ρουμανικά, κατρακυλώ στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- κατοχυρώνω στα ρουμανικά - ocroti, fortifica, fortifice, întări, fortificarea, fortifică
- κατράμι στα ρουμανικά - smoală, marinar, pas, smoala, teren de, cu pas
- κατσάδα στα ρουμανικά - dojană, mustrări, beșteleală, ceartă, certare
- κατσίκα στα ρουμανικά - capră, de capră, capra, caprine, capre
Τυχαίες λέξεις
Κατρακυλώ στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: cădere, fir cu plumb, prăbușească, se prăbușească, de centrare, plummet
Μεταφράσεις: cădere, fir cu plumb, prăbușească, se prăbușească, de centrare, plummet