Κατρακυλώ στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: κατρακυλώ, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
падот, опаѓа, ќе паднат, паднат, ќе паднат и
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατρακυλώ
κατρακυλώ αγγλικά, κατρακυλώ λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, κατρακυλώ στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- κατοχυρώνω στα σλαβομακεδονικά - Стопанска, поткрепи, зацврстат, зацврстување, ја поткрепи
- κατράμι στα σλαβομακεδονικά - теренот, терен, на теренот
- κατσάδα στα σλαβομακεδονικά - хокане
- κατσίκα στα σλαβομακεδονικά - козата, коза, козјо, јарец, козјото, кози
Τυχαίες λέξεις
Κατρακυλώ στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: падот, опаѓа, ќе паднат, паднат, ќе паднат и
Μεταφράσεις: падот, опаѓа, ќе паднат, паднат, ќе паднат и