Παράγραφος στα λιθουανικά
Μετάφραση: παράγραφος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
punktas, pastraipa, dalis, dalies, straipsnio
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παράγραφος
παράγραφος με ορισμό, παράγραφος 2 του άρθρου 101 του ν. 2238/94, παράγραφος με παραδείγματα, παράγραφος word, παράγραφος α ́ του άρθρου 17 του π.δ. 60/2006 (φεκ α ́ 65), παράγραφος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, παράγραφος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- παράγομαι στα λιθουανικά - veiksniai,, veiksniai, faktoriai, veiksnių
- παράγοντας στα λιθουανικά - faktorius, elementas, genas, veiksnys, koeficientas, faktoriaus
- παράγω στα λιθουανικά - gaminti, gimdyti, daugintis, palikuonių, reprodukuoti, Gaminti palikuonių
- παράγωγος στα λιθουανικά - darinys, išvestinė, išvestinė finansinė priemonė, išvestinė priemonė
Τυχαίες λέξεις
Παράγραφος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: punktas, pastraipa, dalis, dalies, straipsnio
Μεταφράσεις: punktas, pastraipa, dalis, dalies, straipsnio