Παράγραφος στα ολλανδικά
Μετάφραση: παράγραφος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
paragraaf, artikel
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παράγραφος
παράγραφος με ορισμό, παράγραφος 2 του άρθρου 101 του ν. 2238/94, παράγραφος με παραδείγματα, παράγραφος word, παράγραφος α ́ του άρθρου 17 του π.δ. 60/2006 (φεκ α ́ 65), παράγραφος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, παράγραφος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- παράγομαι στα ολλανδικά - aftappen, factoren, factoren die, Factors, elementen
- παράγοντας στα ολλανδικά - element, bestanddeel, beginsel, makelaar, factor, factor is, factoren
- παράγω στα ολλανδικά - ophalen, maken, opfokken, voortbrengen, scheppen, grootbrengen, tillen, ...
- παράγωγος στα ολλανδικά - afgeleide, derivaat, derivaten, afgeleid
Τυχαίες λέξεις
Παράγραφος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: paragraaf, artikel
Μεταφράσεις: paragraaf, artikel