Στραπατσάρισμα στα λιθουανικά
Μετάφραση: στραπατσάρισμα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apmažinti, įkirsti, apmažinimas, krumplys, išranta
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στραπατσάρισμα
στραπατσάρισμα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, στραπατσάρισμα στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- στραγγαλίζω στα λιθουανικά - garota, nubausti mirtimi pasmaugiant, pasmaugti norint apiplėšti, pasmaugimas norint apiplėšti
- στραμπουλίζω στα λιθουανικά - melodija, arija, veislė, patempimas, sausgyslių patempimas, patempimai, Tempimui
- στρατάρχης στα λιθουανικά - srityje, lauko, laukas, lauke, sritis
- στρατήγημα στα λιθουανικά - apgaulė, gudrybė, Podstęp, Gudrybės
Τυχαίες λέξεις
Στραπατσάρισμα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: apmažinti, įkirsti, apmažinimas, krumplys, išranta
Μεταφράσεις: apmažinti, įkirsti, apmažinimas, krumplys, išranta