Συμπεραίνομαι στα λιθουανικά

Μετάφραση: συμπεραίνομαι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sudaryti, daryti prielaidą, prielaidą, daro prielaidą
Συμπεραίνομαι στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμπεραίνομαι

συμπεραίνομαι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, συμπεραίνομαι στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • συμπατριώτης στα λιθουανικά - kaimietis, tautietis, tėvynainis, padaryti tautietis, Krajan
  • συμπερίληψη στα λιθουανικά - įtraukimas, įtrauktis, įtraukties, įtraukimo, integracija
  • συμπεραίνω στα λιθουανικά - sudaryti, išvadą, užbaigti, daryti išvadą
  • συμπεριλαμβάνω στα λιθουανικά - įtraukti, yra, apima, būti, taip pat
Τυχαίες λέξεις
Συμπεραίνομαι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: sudaryti, daryti prielaidą, prielaidą, daro prielaidą