Συμπεραίνομαι στα ουγγρικά
Μετάφραση: συμπεραίνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
feltételez, feltételezik, vélelmezik
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμπεραίνομαι
συμπεραίνομαι λεξικό γλώσσας ουγγρικά, συμπεραίνομαι στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- συμπατριώτης στα ουγγρικά - honfitárs, vidéki ember, honfitársa, honfitársának, honfitársával
- συμπερίληψη στα ουγγρικά - belefoglalás, beleértés, beleszámítás, bezáródás, befogadás, integráció, felvétele, ...
- συμπεραίνω στα ουγγρικά - következtetésre, kössenek, kössön, következtetni, kötnek
- συμπεριλαμβάνω στα ουγγρικά - tartalmaz, közé, közé tartozik, tartalmaznia, közé tartoznak
Τυχαίες λέξεις
Συμπεραίνομαι στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: feltételez, feltételezik, vélelmezik
Μεταφράσεις: feltételez, feltételezik, vélelmezik