Συμπεραίνομαι στα πορτογαλικά

Μετάφραση: συμπεραίνομαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
concluir, rematar, presumir, presumo, presumem, supor, presumirão
Συμπεραίνομαι στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμπεραίνομαι

συμπεραίνομαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συμπεραίνομαι στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • συμπατριώτης στα πορτογαλικά - compatriota, conterrâneo, camponês, o compatriota, patrício
  • συμπερίληψη στα πορτογαλικά - inclusão, a inclusão, inserção, de inclusão, da inclusão
  • συμπεραίνω στα πορτογαλικά - deduzir, depreender, deduza, concluir, inferir, infecção, supor, ...
  • συμπεριλαμβάνω στα πορτογαλικά - inclinar, conter, incluir, incluem, inclui, incluirá
Τυχαίες λέξεις
Συμπεραίνομαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: concluir, rematar, presumir, presumo, presumem, supor, presumirão