Σύρμα στα λιθουανικά
Μετάφραση: σύρμα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
laidas, viela, telegrama, vielos, wire, laidai
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σύρμα
σύρμα περιέλιξης πηνίων, σύρμα αποκόλλησης, σύρμα inox, σύρμα γαλβανιζέ, σύρμα κοπής τυριών, σύρμα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, σύρμα στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- σύντροφος στα λιθουανικά - sutuoktinis, partneris, draugas, kompanionas, palydovas, companion
- σύριγγα στα λιθουανικά - švirkštas, švirkšte, švirkštą, švirkšto, švirkštų
- σύρομαι στα λιθουανικά - lįsti, šliaužti, slinkti, valkšnumas, šliaužimas, ropoti, lervoti
- σύρσιμο στα λιθουανικά - šliaužti, lįsti, vilkimas, vilkdami, velkant, Paleidžiant, Przeciągnięcie
Τυχαίες λέξεις
Σύρμα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: laidas, viela, telegrama, vielos, wire, laidai
Μεταφράσεις: laidas, viela, telegrama, vielos, wire, laidai