Σύρμα στα τσεχικά
Μετάφραση: σύρμα, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
telegrafovat, lanko, drát, drátu, vodič, dráty, drátěné
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σύρμα
σύρμα περιέλιξης πηνίων, σύρμα αποκόλλησης, σύρμα inox, σύρμα γαλβανιζέ, σύρμα κοπής τυριών, σύρμα λεξικό γλώσσας τσεχικά, σύρμα στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- σύντροφος στα τσεχικά - podílník, druh, kamarád, společník, účastník, průvodce, partner, ...
- σύριγγα στα τσεχικά - stříkačka, stříkačky, injekční stříkačka, stříkačku, stříkačce
- σύρομαι στα τσεχικά - lézt, plazení, ploužit, hajzl, plazit se, tečení, dotvarování, ...
- σύρσιμο στα τσεχικά - plazení, lézt, ploužit, Tažení, Přetažení, Přetažením, přetahování, ...
Τυχαίες λέξεις
Σύρμα στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: telegrafovat, lanko, drát, drátu, vodič, dráty, drátěné
Μεταφράσεις: telegrafovat, lanko, drát, drátu, vodič, dráty, drátěné