Σύρμα στα ουκρανικά

Μετάφραση: σύρμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
провід, дріт, провод, кабель
Σύρμα στα ουκρανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σύρμα

σύρμα περιέλιξης πηνίων, σύρμα αποκόλλησης, σύρμα inox, σύρμα γαλβανιζέ, σύρμα κοπής τυριών, σύρμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σύρμα στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • σύντροφος στα ουκρανικά - контрагент, компаньйон, партнер, супутник, товариш
  • σύριγγα στα ουκρανικά - шприц, шприць
  • σύρομαι στα ουκρανικά - повзати, повзання, плазування, повзучість, ползучесть
  • σύρσιμο στα ουκρανικά - плазування, повзання, повзати, переміщення, рух, пересування
Τυχαίες λέξεις
Σύρμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: провід, дріт, провод, кабель