Σύρμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: σύρμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
metaaldraad, draad, telegram, wire, kabel, draads, draden
Σύρμα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σύρμα

σύρμα περιέλιξης πηνίων, σύρμα αποκόλλησης, σύρμα inox, σύρμα γαλβανιζέ, σύρμα κοπής τυριών, σύρμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σύρμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σύντροφος στα ολλανδικά - kornuit, maat, kameraad, partner, eega, makker, echtgenote, ...
  • σύριγγα στα ολλανδικά - spuit, injectiespuit, spuitje, de spuit, injectie spuit
  • σύρομαι στα ολλανδικά - kruipen, kruip, creep, griezel, engerd
  • σύρσιμο στα ολλανδικά - kruipen, slepen, te slepen, verslepen, het slepen, slepen van
Τυχαίες λέξεις
Σύρμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: metaaldraad, draad, telegram, wire, kabel, draads, draden