Σύρμα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: σύρμα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arame, invernar, fio, telegrama, fios, fio de, de arame
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σύρμα
σύρμα περιέλιξης πηνίων, σύρμα αποκόλλησης, σύρμα inox, σύρμα γαλβανιζέ, σύρμα κοπής τυριών, σύρμα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σύρμα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- σύντροφος στα πορτογαλικά - companheiro, camarada, acompanhante, companheira, companhia, companheiro de
- σύριγγα στα πορτογαλικά - seringa, seringa de, de seringa, da seringa, syringe
- σύρομαι στα πορτογαλικά - rastejamento, rastejar, deformação, arrastamento, fluência
- σύρσιμο στα πορτογαλικά - rastejar, rastejamento, arrasto, arrastando, Arrastar, Dragging
Τυχαίες λέξεις
Σύρμα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: arame, invernar, fio, telegrama, fios, fio de, de arame
Μεταφράσεις: arame, invernar, fio, telegrama, fios, fio de, de arame