Χέρι στα λιθουανικά
Μετάφραση: χέρι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ginklas, rašysena, apginkluoti, ranka, rankų, rankomis, vertus, rankinis
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χέρι
χέρι ρομπέρτο κάρλος, χέρι της φατιμά, χέρι με χέρι, χέρι στισ καταθέσεισ, χέρι μανιάτη, χέρι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, χέρι στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- χάσιμο στα λιθουανικά - nuostoliai, nuostolis, netektis, praradimas, netekimas, nuostolių
- χάσμα στα λιθουανικά - tarpas, skylė, įlanka, atotrūkis, spraga, spragą, atotrūkį
- χέρσος στα λιθουανικά - pūdymas, pūdymo, pūdymui, danielių, palikti pūdymui
- χήρος στα λιθουανικά - našlys, našlio, Išsiskyręs, našliui
Τυχαίες λέξεις
Χέρι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: ginklas, rašysena, apginkluoti, ranka, rankų, rankomis, vertus, rankinis
Μεταφράσεις: ginklas, rašysena, apginkluoti, ranka, rankų, rankomis, vertus, rankinis