Χέρι στα πορτογαλικά

Μετάφραση: χέρι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mão, sucursal, arma, filial, braço, armas, martelar, obreiro, martelo, lado, mãos, a mão
Χέρι στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χέρι

χέρι ρομπέρτο κάρλος, χέρι της φατιμά, χέρι με χέρι, χέρι στισ καταθέσεισ, χέρι μανιάτη, χέρι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, χέρι στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • χάσιμο στα πορτογαλικά - perdas, perda, défice, abismar-se, perda de, a perda, prejuízo
  • χάσμα στα πορτογαλικά - precipício, sorvedouro, brecha, cadeia, abismo, fundão, abertura, ...
  • χέρσος στα πορτογαλικά - inculto, alqueive, pousio, fallow, em pousio
  • χήρος στα πορτογαλικά - viúvo, viúva, viuvez, viúvo de, o viúvo
Τυχαίες λέξεις
Χέρι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: mão, sucursal, arma, filial, braço, armas, martelar, obreiro, martelo, lado, mãos, a mão