Χέρι στα τούρκικα
Μετάφραση: χέρι, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kol, gol, el, elle, elden, yandan, elde
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χέρι
χέρι ρομπέρτο κάρλος, χέρι της φατιμά, χέρι με χέρι, χέρι στισ καταθέσεισ, χέρι μανιάτη, χέρι λεξικό γλώσσας τούρκικα, χέρι στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- χάσιμο στα τούρκικα - hasar, kayıp, zarar, kaybı, zararı, dökülmesi
- χάσμα στα τούρκικα - yarık, uçurum, körfez, çatlak, kesilme, boşluk, boşluğu, ...
- χέρσος στα τούρκικα - nadas, nadasa, fallow, nadasa bırakılan, ekilmemiş
- χήρος στα τούρκικα - dul, dul erkek, bir dul, dul bir erkek, dul olan
Τυχαίες λέξεις
Χέρι στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kol, gol, el, elle, elden, yandan, elde
Μεταφράσεις: kol, gol, el, elle, elden, yandan, elde