Ωάριο στα λιθουανικά
Μετάφραση: ωάριο, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kiaušidė, kiaušinėlis, kiaušialąstė, kiaušialąsčių, kiaušialąstės, kiaušinėlio
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ωάριο
ωάριο κότας, ωάριο ποιότητα, ωάριο naboth, ωάριο γονιμοποίηση, ωάριο χιλιοστά, ωάριο λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ωάριο στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ψώνια στα λιθουανικά - apsipirkimas, prekybos, pirkinių, parduotuvių, shopping
- ψώρα στα λιθουανικά - niežai, susas, Świerzb, niežais
- ωθώ στα λιθουανικά - stumti, push, impulsas, postūmis, stūmimo
- ωκεανός στα λιθουανικά - vandenynas, okeanas, Ocean, vandenyno, vandenynų, vandenyną
Τυχαίες λέξεις
Ωάριο στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kiaušidė, kiaušinėlis, kiaušialąstė, kiaušialąsčių, kiaušialąstės, kiaušinėlio
Μεταφράσεις: kiaušidė, kiaušinėlis, kiaušialąstė, kiaušialąsčių, kiaušialąstės, kiaušinėlio