Ωάριο στα ολλανδικά
Μετάφραση: ωάριο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eicel, ovum, eitje, ei, de eicel
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ωάριο
ωάριο κότας, ωάριο ποιότητα, ωάριο naboth, ωάριο γονιμοποίηση, ωάριο χιλιοστά, ωάριο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ωάριο στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ψώνια στα ολλανδικά - het winkelen, inkopen, winkelen, winkelcentrum, shopping
- ψώρα στα ολλανδικά - schurft, scabies, van schurft, scabiës, schurft te
- ωθώ στα ολλανδικά - nauwgezet, onmiddellijk, nauwkeurig, prompt, accuraat, duw, duwen, ...
- ωκεανός στα ολλανδικά - wereldzee, oceaan, de oceaan, zee, kust, op de oceaan
Τυχαίες λέξεις
Ωάριο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: eicel, ovum, eitje, ei, de eicel
Μεταφράσεις: eicel, ovum, eitje, ei, de eicel