Ωάριο στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ωάριο, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
óvulo, ovo, ovum, óvulos, o óvulo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ωάριο
ωάριο κότας, ωάριο ποιότητα, ωάριο naboth, ωάριο γονιμοποίηση, ωάριο χιλιοστά, ωάριο λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ωάριο στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ψώνια στα πορτογαλικά - compras, compra, comercial, de compras, de compra
- ψώρα στα πορτογαλικά - sarna, escabiose, a sarna, scabies, da sarna
- ωθώ στα πορτογαλικά - promova, alerta, imediato, pronto, promover, empurre, impulso, ...
- ωκεανός στα πορτογαλικά - oceano, ocorrer, oceanos, suceder, ocorra, mar, do oceano, ...
Τυχαίες λέξεις
Ωάριο στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: óvulo, ovo, ovum, óvulos, o óvulo
Μεταφράσεις: óvulo, ovo, ovum, óvulos, o óvulo