Όπλο στα λιθουανικά

Μετάφραση: όπλο, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apginkluoti, ranka, ginklas, pistoletas, Gun, ginklą, Hunai
Όπλο στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: όπλο

όπλο-στυλό, όπλο-ηλεκτροσόκ, όπλο λεξικό γλώσσας λιθουανικά, όπλο στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • όπερα στα λιθουανικά - opera, operos, operą
  • όπλα στα λιθουανικά - herbas, ginklai, ginklų, Arms, ginklais, rankos
  • όπου στα λιθουανικά - kur, kurioje
  • όπως στα λιθουανικά - mėgti, arsenas, kadangi, kada, pavyzdžiui, pvz, kaip antai
Τυχαίες λέξεις
Όπλο στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: apginkluoti, ranka, ginklas, pistoletas, Gun, ginklą, Hunai