Όπλο στα ρουμανικά
Μετάφραση: όπλο, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
braţ, armă, tun, arma, pistol, pistolul
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: όπλο
όπλο-στυλό, όπλο-ηλεκτροσόκ, όπλο λεξικό γλώσσας ρουμανικά, όπλο στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- όπερα στα ρουμανικά - operă, opera, de operă, operei, de opera
- όπλα στα ρουμανικά - arme, brațele, brațe, armelor, de arme
- όπου στα ρουμανικά - unde, în care, cazul în care, în cazul, în cazul în care
- όπως στα ρουμανικά - similar, arsenic, ca, cum ar fi, precum, cum ar
Τυχαίες λέξεις
Όπλο στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: braţ, armă, tun, arma, pistol, pistolul
Μεταφράσεις: braţ, armă, tun, arma, pistol, pistolul