Όπλο στα εσθονικά
Μετάφραση: όπλο, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
püss, relv, püstol, kodar, gun, relva, püssi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: όπλο
όπλο-στυλό, όπλο-ηλεκτροσόκ, όπλο λεξικό γλώσσας εσθονικά, όπλο στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- όπερα στα εσθονικά - oopused, ooper, ooperi, opera, ooperist, Ooperiteatri
- όπλα στα εσθονικά - relvad, vapid, käed, relvade, relvi, käte
- όπου στα εσθονικά - kus, kui, vajaduse
- όπως στα εσθονικά - kui, justkui, nagu, meeldima, näiteks, nagu näiteks
Τυχαίες λέξεις
Όπλο στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: püss, relv, püstol, kodar, gun, relva, püssi
Μεταφράσεις: püss, relv, püstol, kodar, gun, relva, püssi